αγχώδης • (anchódis) m (feminine αγχώδης, neuter αγχώδες)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγχώδης • | αγχώδης • | αγχώδες • | αγχώδεις • | αγχώδεις • | αγχώδη • |
genitive | αγχώδους • / αγχώδη • | αγχώδους • | αγχώδους • | αγχωδών • | αγχωδών • | αγχωδών • |
accusative | αγχώδη • | αγχώδη • | αγχώδες • | αγχώδεις • | αγχώδεις • | αγχώδη • |
vocative | αγχώδη • / αγχώδης • | αγχώδης • | αγχώδες • | αγχώδεις • | αγχώδεις • | αγχώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγχώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγχώδης, etc.) |