αγωνιστικός (agonistikós, “competitive”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
αγωνιστικότητα • (agonistikótita) f (uncountable)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγωνιστικότητα (agonistikótita) | αγωνιστικότητες (agonistikótites) |
genitive | αγωνιστικότητας (agonistikótitas) | αγωνιστικοτήτων (agonistikotíton) |
accusative | αγωνιστικότητα (agonistikótita) | αγωνιστικότητες (agonistikótites) |
vocative | αγωνιστικότητα (agonistikótita) | αγωνιστικότητες (agonistikótites) |