αγωνιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγωνιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγωνιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγωνιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αγωνιστικός you have here. The definition of the word αγωνιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγωνιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.ɣo.ni.stiˈkos/
  • Hyphenation: α‧γω‧νι‧στι‧κός

Adjective

αγωνιστικός (agonistikósm (feminine αγωνιστική, neuter αγωνιστικό)

  1. fighting, combative, competitive, fit for contest, debating, very active
    αγωνιστική διάθεσηagonistikí diáthesifighting spirit

Declension

Declension of αγωνιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγωνιστικός (agonistikós) αγωνιστική (agonistikí) αγωνιστικό (agonistikó) αγωνιστικοί (agonistikoí) αγωνιστικές (agonistikés) αγωνιστικά (agonistiká)
genitive αγωνιστικού (agonistikoú) αγωνιστικής (agonistikís) αγωνιστικού (agonistikoú) αγωνιστικών (agonistikón) αγωνιστικών (agonistikón) αγωνιστικών (agonistikón)
accusative αγωνιστικό (agonistikó) αγωνιστική (agonistikí) αγωνιστικό (agonistikó) αγωνιστικούς (agonistikoús) αγωνιστικές (agonistikés) αγωνιστικά (agonistiká)
vocative αγωνιστικέ (agonistiké) αγωνιστική (agonistikí) αγωνιστικό (agonistikó) αγωνιστικοί (agonistikoí) αγωνιστικές (agonistikés) αγωνιστικά (agonistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγωνιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγωνιστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγωνιστικότερος (agonistikóteros) αγωνιστικότερη (agonistikóteri) αγωνιστικότερο (agonistikótero) αγωνιστικότεροι (agonistikóteroi) αγωνιστικότερες (agonistikóteres) αγωνιστικότερα (agonistikótera)
genitive αγωνιστικότερου (agonistikóterou) αγωνιστικότερης (agonistikóteris) αγωνιστικότερου (agonistikóterou) αγωνιστικότερων (agonistikóteron) αγωνιστικότερων (agonistikóteron) αγωνιστικότερων (agonistikóteron)
accusative αγωνιστικότερο (agonistikótero) αγωνιστικότερη (agonistikóteri) αγωνιστικότερο (agonistikótero) αγωνιστικότερους (agonistikóterous) αγωνιστικότερες (agonistikóteres) αγωνιστικότερα (agonistikótera)
vocative αγωνιστικότερε (agonistikótere) αγωνιστικότερη (agonistikóteri) αγωνιστικότερο (agonistikótero) αγωνιστικότεροι (agonistikóteroi) αγωνιστικότερες (agonistikóteres) αγωνιστικότερα (agonistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγωνιστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγωνιστικότατος (agonistikótatos) αγωνιστικότατη (agonistikótati) αγωνιστικότατο (agonistikótato) αγωνιστικότατοι (agonistikótatoi) αγωνιστικότατες (agonistikótates) αγωνιστικότατα (agonistikótata)
genitive αγωνιστικότατου (agonistikótatou) αγωνιστικότατης (agonistikótatis) αγωνιστικότατου (agonistikótatou) αγωνιστικότατων (agonistikótaton) αγωνιστικότατων (agonistikótaton) αγωνιστικότατων (agonistikótaton)
accusative αγωνιστικότατο (agonistikótato) αγωνιστικότατη (agonistikótati) αγωνιστικότατο (agonistikótato) αγωνιστικότατους (agonistikótatous) αγωνιστικότατες (agonistikótates) αγωνιστικότατα (agonistikótata)
vocative αγωνιστικότατε (agonistikótate) αγωνιστικότατη (agonistikótati) αγωνιστικότατο (agonistikótato) αγωνιστικότατοι (agonistikótatoi) αγωνιστικότατες (agonistikótates) αγωνιστικότατα (agonistikótata)

Further reading