Learned borrowing from Ancient Greek ἀδαμάντινος (adamántinos, “sense: hard as adamant, steal”) and semantic loan from English adamantine < Latin adamantinus < Ancient Greek ἀδαμάντινος (adamántinos).[1]
αδαμάντινος • (adamántinos) m (feminine αδαμάντινη, neuter αδαμάντινο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμάντινος • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινοι • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
genitive | αδαμάντινου • | αδαμάντινης • | αδαμάντινου • | αδαμάντινων • | αδαμάντινων • | αδαμάντινων • |
accusative | αδαμάντινο • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινους • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
vocative | αδαμάντινε • | αδαμάντινη • | αδαμάντινο • | αδαμάντινοι • | αδαμάντινες • | αδαμάντινα • |
and see