from Αδάμ (Adám, “Adam”)
αδαμιαίος • (adamiaíos) m (feminine αδαμιαία, neuter αδαμιαίο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδαμιαίος (adamiaíos) | αδαμιαία (adamiaía) | αδαμιαίο (adamiaío) | αδαμιαίοι (adamiaíoi) | αδαμιαίες (adamiaíes) | αδαμιαία (adamiaía) | |
genitive | αδαμιαίου (adamiaíou) | αδαμιαίας (adamiaías) | αδαμιαίου (adamiaíou) | αδαμιαίων (adamiaíon) | αδαμιαίων (adamiaíon) | αδαμιαίων (adamiaíon) | |
accusative | αδαμιαίο (adamiaío) | αδαμιαία (adamiaía) | αδαμιαίο (adamiaío) | αδαμιαίους (adamiaíous) | αδαμιαίες (adamiaíes) | αδαμιαία (adamiaía) | |
vocative | αδαμιαίε (adamiaíe) | αδαμιαία (adamiaía) | αδαμιαίο (adamiaío) | αδαμιαίοι (adamiaíoi) | αδαμιαίες (adamiaíes) | αδαμιαία (adamiaía) |