αδιάβαστος • (adiávastos) m (feminine αδιάβαστη, neuter αδιάβαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάβαστος (adiávastos) | αδιάβαστη (adiávasti) | αδιάβαστο (adiávasto) | αδιάβαστοι (adiávastoi) | αδιάβαστες (adiávastes) | αδιάβαστα (adiávasta) | |
genitive | αδιάβαστου (adiávastou) | αδιάβαστης (adiávastis) | αδιάβαστου (adiávastou) | αδιάβαστων (adiávaston) | αδιάβαστων (adiávaston) | αδιάβαστων (adiávaston) | |
accusative | αδιάβαστο (adiávasto) | αδιάβαστη (adiávasti) | αδιάβαστο (adiávasto) | αδιάβαστους (adiávastous) | αδιάβαστες (adiávastes) | αδιάβαστα (adiávasta) | |
vocative | αδιάβαστε (adiávaste) | αδιάβαστη (adiávasti) | αδιάβαστο (adiávasto) | αδιάβαστοι (adiávastoi) | αδιάβαστες (adiávastes) | αδιάβαστα (adiávasta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάβαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάβαστος, etc.)