αδιάλυτος • (adiálytos) m (feminine αδιάλυτη, neuter αδιάλυτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάλυτος • | αδιάλυτη • | αδιάλυτο • | αδιάλυτοι • | αδιάλυτες • | αδιάλυτα • |
genitive | αδιάλυτου • | αδιάλυτης • | αδιάλυτου • | αδιάλυτων • | αδιάλυτων • | αδιάλυτων • |
accusative | αδιάλυτο • | αδιάλυτη • | αδιάλυτο • | αδιάλυτους • | αδιάλυτες • | αδιάλυτα • |
vocative | αδιάλυτε • | αδιάλυτη • | αδιάλυτο • | αδιάλυτοι • | αδιάλυτες • | αδιάλυτα • |