4th century BC (Aristotle) Ancient Greek ἀδιαίρετος (adiaíretos), from ἀ- (a-) + διαιρετός (diairetós), the latter from δι- (di-) + αἱρέω (hairéō) + -τος (-tos).
αδιαίρετος • (adiaíretos) m (feminine αδιαίρετη, neuter αδιαίρετο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαίρετος • | αδιαίρετη • | αδιαίρετο • | αδιαίρετοι • | αδιαίρετες • | αδιαίρετα • |
genitive | αδιαίρετου • | αδιαίρετης • | αδιαίρετου • | αδιαίρετων • | αδιαίρετων • | αδιαίρετων • |
accusative | αδιαίρετο • | αδιαίρετη • | αδιαίρετο • | αδιαίρετους • | αδιαίρετες • | αδιαίρετα • |
vocative | αδιαίρετε • | αδιαίρετη • | αδιαίρετο • | αδιαίρετοι • | αδιαίρετες • | αδιαίρετα • |