αδιαίρετος (adiaíretos, “indivisible, undivided”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1786.
αδιαιρετότητα • (adiairetótita) f (uncountable)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδιαιρετότητα (adiairetótita) | αδιαιρετότητες (adiairetótites) |
genitive | αδιαιρετότητας (adiairetótitas) | αδιαιρετοτήτων (adiairetotíton) |
accusative | αδιαιρετότητα (adiairetótita) | αδιαιρετότητες (adiairetótites) |
vocative | αδιαιρετότητα (adiairetótita) | αδιαιρετότητες (adiairetótites) |