5th century BC (Sophocles) Ancient Greek διαιρετός (diairetós), from δι- (di-) + αἱρετός (hairetós, “that may be taken, conquered, grasped”), the latter being αἱρέω (hairéō) + -τος (-tos)
διαιρετός • (diairetós) m (feminine διαιρετή, neuter διαιρετό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαιρετός (diairetós) | διαιρετή (diairetí) | διαιρετό (diairetó) | διαιρετοί (diairetoí) | διαιρετές (diairetés) | διαιρετά (diairetá) | |
genitive | διαιρετού (diairetoú) | διαιρετής (diairetís) | διαιρετού (diairetoú) | διαιρετών (diairetón) | διαιρετών (diairetón) | διαιρετών (diairetón) | |
accusative | διαιρετό (diairetó) | διαιρετή (diairetí) | διαιρετό (diairetó) | διαιρετούς (diairetoús) | διαιρετές (diairetés) | διαιρετά (diairetá) | |
vocative | διαιρετέ (diaireté) | διαιρετή (diairetí) | διαιρετό (diairetó) | διαιρετοί (diairetoí) | διαιρετές (diairetés) | διαιρετά (diairetá) |