Learned borrowing from Ancient Greek διαιρετέον n (diairetéon, “that which is to be divided”) with semantic loan from French dividende.[1] By surface analysis, διαιρώ (diairó) + -τέος (-téos).
διαιρετέος • (diairetéos) m (feminine διαιρετέα, neuter διαιρετέο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαιρετέος (diairetéos) | διαιρετέα (diairetéa) | διαιρετέο (diairetéo) | διαιρετέοι (diairetéoi) | διαιρετέες (diairetées) | διαιρετέα (diairetéa) | |
genitive | διαιρετέου (diairetéou) | διαιρετέας (diairetéas) | διαιρετέου (diairetéou) | διαιρετέων (diairetéon) | διαιρετέων (diairetéon) | διαιρετέων (diairetéon) | |
accusative | διαιρετέο (diairetéo) | διαιρετέα (diairetéa) | διαιρετέο (diairetéo) | διαιρετέους (diairetéous) | διαιρετέες (diairetées) | διαιρετέα (diairetéa) | |
vocative | διαιρετέε (diairetée) | διαιρετέα (diairetéa) | διαιρετέο (diairetéo) | διαιρετέοι (diairetéoi) | διαιρετέες (diairetées) | διαιρετέα (diairetéa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαιρετέος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαιρετέος, etc.)
διαιρετέος • (diairetéos) m (plural διαιρετέοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιρετέος (diairetéos) | διαιρετέοι (diairetéoi) |
genitive | διαιρετέου (diairetéou) | διαιρετέων (diairetéon) |
accusative | διαιρετέο (diairetéo) | διαιρετέους (diairetéous) |
vocative | διαιρετέε (diairetée) | διαιρετέοι (diairetéoi) |