αδιαφανής • (adiafanís) m (feminine αδιαφανής, neuter αδιαφανές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφανής • | αδιαφανής • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
genitive | αδιαφανούς • / αδιαφανή • | αδιαφανούς • | αδιαφανούς • | αδιαφανών • | αδιαφανών • | αδιαφανών • |
accusative | αδιαφανή • | αδιαφανή • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
vocative | αδιαφανή • / αδιαφανής • | αδιαφανής • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαφανής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαφανής, etc.) |