Perfect participle of αδικούμαι (adikoúmai), passive voice of αδικώ (adikó, “I wrong -someone-”).
αδικημένος • (adikiménos) m (feminine αδικημένη, neuter αδικημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδικημένος • | αδικημένη • | αδικημένο • | αδικημένοι • | αδικημένες • | αδικημένα • |
genitive | αδικημένου • | αδικημένης • | αδικημένου • | αδικημένων • | αδικημένων • | αδικημένων • |
accusative | αδικημένο • | αδικημένη • | αδικημένο • | αδικημένους • | αδικημένες • | αδικημένα • |
vocative | αδικημένε • | αδικημένη • | αδικημένο • | αδικημένοι • | αδικημένες • | αδικημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδικημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδικημένος, etc.) |