αδούλωτος • (adoúlotos) m (feminine αδούλωτη, neuter αδούλωτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδούλωτος • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτοι • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |
genitive | αδούλωτου • | αδούλωτης • | αδούλωτου • | αδούλωτων • | αδούλωτων • | αδούλωτων • |
accusative | αδούλωτο • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτους • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |
vocative | αδούλωτε • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτοι • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |