Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αδροπληρώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αδροπληρώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αδροπληρώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αδροπληρώνω you have here. The definition of the word
αδροπληρώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αδροπληρώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
αδροπληρώνω • (adropliróno) (past αδροπλήρωσα, passive αδροπληρώνομαι)
- to overpay, pay handsomely
Conjugation
αδροπληρώνω αδροπληρώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αδροπληρώνω
|
αδροπληρώσω
|
αδροπληρώνομαι
|
αδροπληρωθώ
|
2 sg
|
αδροπληρώνεις
|
αδροπληρώσεις
|
αδροπληρώνεσαι
|
αδροπληρωθείς
|
3 sg
|
αδροπληρώνει
|
αδροπληρώσει
|
αδροπληρώνεται
|
αδροπληρωθεί
|
|
1 pl
|
αδροπληρώνουμε, [‑ομε]
|
αδροπληρώσουμε, [‑ομε]
|
αδροπληρωνόμαστε
|
αδροπληρωθούμε
|
2 pl
|
αδροπληρώνετε
|
αδροπληρώσετε
|
αδροπληρώνεστε, αδροπληρωνόσαστε
|
αδροπληρωθείτε
|
3 pl
|
αδροπληρώνουν(ε)
|
αδροπληρώσουν(ε)
|
αδροπληρώνονται
|
αδροπληρωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αδροπλήρωνα
|
αδροπλήρωσα
|
αδροπληρωνόμουν(α)
|
αδροπληρώθηκα
|
2 sg
|
αδροπλήρωνες
|
αδροπλήρωσες
|
αδροπληρωνόσουν(α)
|
αδροπληρώθηκες
|
3 sg
|
αδροπλήρωνε
|
αδροπλήρωσε
|
αδροπληρωνόταν(ε)
|
αδροπληρώθηκε
|
|
1 pl
|
αδροπληρώναμε
|
αδροπληρώσαμε
|
αδροπληρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αδροπληρωθήκαμε
|
2 pl
|
αδροπληρώνατε
|
αδροπληρώσατε
|
αδροπληρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αδροπληρωθήκατε
|
3 pl
|
αδροπλήρωναν, αδροπληρώναν(ε)
|
αδροπλήρωσαν, αδροπληρώσαν(ε)
|
αδροπληρώνονταν, (αδροπληρωνόντουσαν)
|
αδροπληρώθηκαν, αδροπληρωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αδροπληρώνω ➤
|
θα αδροπληρώσω ➤
|
θα αδροπληρώνομαι ➤
|
θα αδροπληρωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αδροπληρώνεις, …
|
θα αδροπληρώσεις, …
|
θα αδροπληρώνεσαι, …
|
θα αδροπληρωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αδροπληρώσει έχω, έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αδροπληρωθεί είμαι, είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αδροπληρώσει είχα, είχες, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αδροπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αδροπλήρωνε
|
αδροπλήρωσε
|
—
|
αδροπληρώσου
|
2 pl
|
αδροπληρώνετε
|
αδροπληρώστε
|
αδροπληρώνεστε
|
αδροπληρωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αδροπληρώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αδροπληρώσει ➤
|
αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αδροπληρώσει
|
αδροπληρωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms