Learned borrowing from Ancient Greek ἀείμνηστος (aeímnēstos). By surface analysis, αεί- (aeí-, “ever”) + μνηστός (mnistós, “betrothed”).
αείμνηστος • (aeímnistos) m (feminine αείμνηστη, neuter αείμνηστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αείμνηστος (aeímnistos) | αείμνηστη (aeímnisti) | αείμνηστο (aeímnisto) | αείμνηστοι (aeímnistoi) | αείμνηστες (aeímnistes) | αείμνηστα (aeímnista) | |
genitive | αείμνηστου (aeímnistou) | αείμνηστης (aeímnistis) | αείμνηστου (aeímnistou) | αείμνηστων (aeímniston) | αείμνηστων (aeímniston) | αείμνηστων (aeímniston) | |
accusative | αείμνηστο (aeímnisto) | αείμνηστη (aeímnisti) | αείμνηστο (aeímnisto) | αείμνηστους (aeímnistous) | αείμνηστες (aeímnistes) | αείμνηστα (aeímnista) | |
vocative | αείμνηστε (aeímniste) | αείμνηστη (aeímnisti) | αείμνηστο (aeímnisto) | αείμνηστοι (aeímnistoi) | αείμνηστες (aeímnistes) | αείμνηστα (aeímnista) |