αοίδιμος • (aoídimos) m (feminine αοίδιμη, neuter αοίδιμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αοίδιμος • | αοίδιμος • / αοίδιμη • | αοίδιμο • | αοίδιμοι • | αοίδιμοι • / αοίδιμες • | αοίδιμα • |
genitive | αοιδίμου • / αοίδιμου • | αοιδίμου • / αοίδιμης • | αοιδίμου • / αοίδιμου • | αοιδίμων • / αοίδιμων • | αοιδίμων • / αοίδιμων • | αοιδίμων • / αοίδιμων • |
accusative | αοίδιμο • | αοίδιμο • / αοίδιμη • | αοίδιμο • | αοιδίμους • / αοίδιμους • | αοιδίμους • / αοίδιμες • | αοίδιμα • |
vocative | αοίδιμε • | αοίδιμε • / αοίδιμη • | αοίδιμο • | αοίδιμοι • | αοίδιμοι • / αοίδιμες • | αοίδιμα • |