αει- (aei-, “ever”) + -φόρος (-fóros, “bearer”)
αειφόρος • (aeifóros) m (feminine αειφόρα or αειφόρος, neuter αειφόρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αειφόρος (aeifóros) | αειφόρος (aeifóros) αειφόρα (aeifóra) |
αειφόρο (aeifóro) | αειφόροι (aeifóroi) | αειφόροι (aeifóroi) αειφόρες (aeifóres) |
αειφόρα (aeifóra) | |
genitive | αειφόρου (aeifórou) | αειφόρου (aeifórou) αειφόρας (aeifóras) |
αειφόρου (aeifórou) | αειφόρων (aeifóron) | αειφόρων (aeifóron) | αειφόρων (aeifóron) | |
accusative | αειφόρο (aeifóro) | αειφόρο (aeifóro) αειφόρα (aeifóra) |
αειφόρο (aeifóro) | αειφόρους (aeifórous) | αειφόρους (aeifórous) αειφόρες (aeifóres) |
αειφόρα (aeifóra) | |
vocative | αειφόρε (aeifóre) | αειφόρε (aeifóre) αειφόρα (aeifóra) |
αειφόρο (aeifóro) | αειφόροι (aeifóroi) | αειφόροι (aeifóroi) αειφόρες (aeifóres) |
αειφόρα (aeifóra) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αειφόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αειφόρος, etc.)