αεροδυναμικός • (aerodynamikós) m (feminine αεροδυναμική, neuter αεροδυναμικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεροδυναμικός • | αεροδυναμική • | αεροδυναμικό • | αεροδυναμικοί • | αεροδυναμικές • | αεροδυναμικά • |
genitive | αεροδυναμικού • | αεροδυναμικής • | αεροδυναμικού • | αεροδυναμικών • | αεροδυναμικών • | αεροδυναμικών • |
accusative | αεροδυναμικό • | αεροδυναμική • | αεροδυναμικό • | αεροδυναμικούς • | αεροδυναμικές • | αεροδυναμικά • |
vocative | αεροδυναμικέ • | αεροδυναμική • | αεροδυναμικό • | αεροδυναμικοί • | αεροδυναμικές • | αεροδυναμικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεροδυναμικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεροδυναμικός, etc.) |