αεροκίνητος • (aerokínitos) m (feminine αεροκίνητη, neuter αεροκίνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεροκίνητος (aerokínitos) | αεροκίνητη (aerokíniti) | αεροκίνητο (aerokínito) | αεροκίνητοι (aerokínitoi) | αεροκίνητες (aerokínites) | αεροκίνητα (aerokínita) | |
genitive | αεροκίνητου (aerokínitou) | αεροκίνητης (aerokínitis) | αεροκίνητου (aerokínitou) | αεροκίνητων (aerokíniton) | αεροκίνητων (aerokíniton) | αεροκίνητων (aerokíniton) | |
accusative | αεροκίνητο (aerokínito) | αεροκίνητη (aerokíniti) | αεροκίνητο (aerokínito) | αεροκίνητους (aerokínitous) | αεροκίνητες (aerokínites) | αεροκίνητα (aerokínita) | |
vocative | αεροκίνητε (aerokínite) | αεροκίνητη (aerokíniti) | αεροκίνητο (aerokínito) | αεροκίνητοι (aerokínitoi) | αεροκίνητες (aerokínites) | αεροκίνητα (aerokínita) |