αερο- (aero-, “air”) + μεταφορέας (metaforéas, “carrier”)
αερομεταφορέας • (aerometaforéas) m (plural αερομεταφορείς)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερομεταφορέας (aerometaforéas) | αερομεταφορείς (aerometaforeís) |
genitive | αερομεταφορέα (aerometaforéa) | αερομεταφορέων (aerometaforéon) |
accusative | αερομεταφορέα (aerometaforéa) | αερομεταφορείς (aerometaforeís) |
vocative | αερομεταφορέα (aerometaforéa) | αερομεταφορείς (aerometaforeís) |