αζύγιαστος • (azýgiastos) m (feminine αζύγιαστη, neuter αζύγιαστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζύγιαστος • | αζύγιαστη • | αζύγιαστο • | αζύγιαστοι • | αζύγιαστες • | αζύγιαστα • |
genitive | αζύγιαστου • | αζύγιαστης • | αζύγιαστου • | αζύγιαστων • | αζύγιαστων • | αζύγιαστων • |
accusative | αζύγιαστο • | αζύγιαστη • | αζύγιαστο • | αζύγιαστους • | αζύγιαστες • | αζύγιαστα • |
vocative | αζύγιαστε • | αζύγιαστη • | αζύγιαστο • | αζύγιαστοι • | αζύγιαστες • | αζύγιαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αζύγιαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αζύγιαστος, etc.) |