αθηναϊκός • (athinaïkós) m (feminine αθηναϊκή, neuter αθηναϊκό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθηναϊκός • | αθηναϊκή • | αθηναϊκό • | αθηναϊκοί • | αθηναϊκές • | αθηναϊκά • |
genitive | αθηναϊκού • | αθηναϊκής • | αθηναϊκού • | αθηναϊκών • | αθηναϊκών • | αθηναϊκών • |
accusative | αθηναϊκό • | αθηναϊκή • | αθηναϊκό • | αθηναϊκούς • | αθηναϊκές • | αθηναϊκά • |
vocative | αθηναϊκέ • | αθηναϊκή • | αθηναϊκό • | αθηναϊκοί • | αθηναϊκές • | αθηναϊκά • |