From α- (a-, privative alpha) + θύρα (thýra, “door”) + στόμα (stóma, “mouth”).
αθυρόστομος • (athyróstomos) m (feminine αθυρόστομη, neuter αθυρόστομο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αθυρόστομος (athyróstomos) | αθυρόστομη (athyróstomi) | αθυρόστομο (athyróstomo) | αθυρόστομοι (athyróstomoi) | αθυρόστομες (athyróstomes) | αθυρόστομα (athyróstoma) | |
genitive | αθυρόστομου (athyróstomou) | αθυρόστομης (athyróstomis) | αθυρόστομου (athyróstomou) | αθυρόστομων (athyróstomon) | αθυρόστομων (athyróstomon) | αθυρόστομων (athyróstomon) | |
accusative | αθυρόστομο (athyróstomo) | αθυρόστομη (athyróstomi) | αθυρόστομο (athyróstomo) | αθυρόστομους (athyróstomous) | αθυρόστομες (athyróstomes) | αθυρόστομα (athyróstoma) | |
vocative | αθυρόστομε (athyróstome) | αθυρόστομη (athyróstomi) | αθυρόστομο (athyróstomo) | αθυρόστομοι (athyróstomoi) | αθυρόστομες (athyróstomes) | αθυρόστομα (athyróstoma) |