From αίλουρος (aílouros, “cat”) + -ειδής (-eidís, “-like”).
αιλουροειδής • (ailouroeidís) m (feminine αιλουροειδής, neuter αιλουροειδές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιλουροειδής • | αιλουροειδής • | αιλουροειδές • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδή • |
genitive | αιλουροειδούς • / αιλουροειδή • | αιλουροειδούς • | αιλουροειδούς • | αιλουροειδών • | αιλουροειδών • | αιλουροειδών • |
accusative | αιλουροειδή • | αιλουροειδή • | αιλουροειδές • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδή • |
vocative | αιλουροειδή • / αιλουροειδής • | αιλουροειδής • | αιλουροειδές • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδείς • | αιλουροειδή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιλουροειδής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιλουροειδής, etc.) |