Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αιματοκυλίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αιματοκυλίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αιματοκυλίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αιματοκυλίζω you have here. The definition of the word
αιματοκυλίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αιματοκυλίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /e.ma.to.ciˈli.zo/
- Hyphenation: αι‧μα‧το‧κυ‧λί‧ζω
Verb
αιματοκυλίζω • (aimatokylízo) (past αιματοκύλισα, passive αιματοκυλίζομαι)
- to slaughter
Conjugation
αιματοκυλίζω αιματοκυλίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αιματοκυλίζω
|
αιματοκυλίσω
|
αιματοκυλίζομαι
|
αιματοκυλιστώ
|
2 sg
|
αιματοκυλίζεις
|
αιματοκυλίσεις
|
αιματοκυλίζεσαι
|
αιματοκυλιστείς
|
3 sg
|
αιματοκυλίζει
|
αιματοκυλίσει
|
αιματοκυλίζεται
|
αιματοκυλιστεί
|
|
1 pl
|
αιματοκυλίζουμε, [‑ομε]
|
αιματοκυλίσουμε, [‑ομε]
|
αιματοκυλιζόμαστε
|
αιματοκυλιστούμε
|
2 pl
|
αιματοκυλίζετε
|
αιματοκυλίσετε
|
αιματοκυλίζεστε, αιματοκυλιζόσαστε
|
αιματοκυλιστείτε
|
3 pl
|
αιματοκυλίζουν(ε)
|
αιματοκυλίσουν(ε)
|
αιματοκυλίζονται
|
αιματοκυλιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αιματοκύλιζα
|
αιματοκύλισα
|
αιματοκυλιζόμουν(α)
|
αιματοκυλίστηκα
|
2 sg
|
αιματοκύλιζες
|
αιματοκύλισες
|
αιματοκυλιζόσουν(α)
|
αιματοκυλίστηκες
|
3 sg
|
αιματοκύλιζε
|
αιματοκύλισε
|
αιματοκυλιζόταν(ε)
|
αιματοκυλίστηκε
|
|
1 pl
|
αιματοκυλίζαμε
|
αιματοκυλίσαμε
|
αιματοκυλιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αιματοκυλιστήκαμε
|
2 pl
|
αιματοκυλίζατε
|
αιματοκυλίσατε
|
αιματοκυλιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αιματοκυλιστήκατε
|
3 pl
|
αιματοκύλιζαν, αιματοκυλίζαν(ε)
|
αιματοκύλισαν, αιματοκυλίσαν(ε)
|
αιματοκυλίζονταν, (αιματοκυλιζόντουσαν)
|
αιματοκυλίστηκαν, αιματοκυλιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αιματοκυλίζω ➤
|
θα αιματοκυλίσω ➤
|
θα αιματοκυλίζομαι ➤
|
θα αιματοκυλιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αιματοκυλίζεις, …
|
θα αιματοκυλίσεις, …
|
θα αιματοκυλίζεσαι, …
|
θα αιματοκυλιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αιματοκυλίσει έχω, έχεις, … αιματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αιματοκυλιστεί είμαι, είσαι, … αιματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αιματοκυλίσει είχα, είχες, … αιματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αιματοκυλιστεί ήμουν, ήσουν, … αιματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αιματοκυλίσει θα έχω, θα έχεις, … αιματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αιματοκυλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αιματοκύλιζε
|
αιματοκύλισε
|
—
|
αιματοκυλίσου
|
2 pl
|
αιματοκυλίζετε
|
αιματοκυλίστε
|
αιματοκυλίζεστε
|
αιματοκυλιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αιματοκυλίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αιματοκυλίσει ➤
|
αιματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αιματοκυλίσει
|
αιματοκυλιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- and see: αίμα n (aíma, “blood”)