Αίολος (Aíolos) + -ικός (-ikós).
αιολικός • (aiolikós) m (feminine αιολική, neuter αιολικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιολικός • | αιολική • | αιολικό • | αιολικοί • | αιολικές • | αιολικά • |
genitive | αιολικού • | αιολικής • | αιολικού • | αιολικών • | αιολικών • | αιολικών • |
accusative | αιολικό • | αιολική • | αιολικό • | αιολικούς • | αιολικές • | αιολικά • |
vocative | αιολικέ • | αιολική • | αιολικό • | αιολικοί • | αιολικές • | αιολικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιολικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιολικός, etc.) |