Learnedly, from Koine Greek αἱρετικός (hairetikós), the ancient sense: "able to choose", from αἱρέω (hairéō).
Also substantivised. [1][2]
αιρετικός • (airetikós) m (feminine αιρετική, neuter αιρετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιρετικός (airetikós) | αιρετική (airetikí) | αιρετικό (airetikó) | αιρετικοί (airetikoí) | αιρετικές (airetikés) | αιρετικά (airetiká) | |
genitive | αιρετικού (airetikoú) | αιρετικής (airetikís) | αιρετικού (airetikoú) | αιρετικών (airetikón) | αιρετικών (airetikón) | αιρετικών (airetikón) | |
accusative | αιρετικό (airetikó) | αιρετική (airetikí) | αιρετικό (airetikó) | αιρετικούς (airetikoús) | αιρετικές (airetikés) | αιρετικά (airetiká) | |
vocative | αιρετικέ (airetiké) | αιρετική (airetikí) | αιρετικό (airetikó) | αιρετικοί (airetikoí) | αιρετικές (airetikés) | αιρετικά (airetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιρετικός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιρετικότερος (airetikóteros) | αιρετικότερη (airetikóteri) | αιρετικότερο (airetikótero) | αιρετικότεροι (airetikóteroi) | αιρετικότερες (airetikóteres) | αιρετικότερα (airetikótera) |
genitive | αιρετικότερου (airetikóterou) | αιρετικότερης (airetikóteris) | αιρετικότερου (airetikóterou) | αιρετικότερων (airetikóteron) | αιρετικότερων (airetikóteron) | αιρετικότερων (airetikóteron) |
accusative | αιρετικότερο (airetikótero) | αιρετικότερη (airetikóteri) | αιρετικότερο (airetikótero) | αιρετικότερους (airetikóterous) | αιρετικότερες (airetikóteres) | αιρετικότερα (airetikótera) |
vocative | αιρετικότερε (airetikótere) | αιρετικότερη (airetikóteri) | αιρετικότερο (airetikótero) | αιρετικότεροι (airetikóteroi) | αιρετικότερες (airetikóteres) | αιρετικότερα (airetikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιρετικότερος", etc) |
αιρετικός • (airetikós) m (plural αιρετικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιρετικός (airetikós) | αιρετικοί (airetikoí) |
genitive | αιρετικού (airetikoú) | αιρετικών (airetikón) |
accusative | αιρετικό (airetikó) | αιρετικούς (airetikoús) |
vocative | αιρετικέ (airetiké) | αιρετικοί (airetikoí) |