αισθαντικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αισθαντικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αισθαντικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αισθαντικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αισθαντικός you have here. The definition of the word αισθαντικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαισθαντικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αισθαντικός (aisthantikósm (feminine αισθαντική, neuter αισθαντικό)

  1. sensitive

Declension

Declension of αισθαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθαντικός (aisthantikós) αισθαντική (aisthantikí) αισθαντικό (aisthantikó) αισθαντικοί (aisthantikoí) αισθαντικές (aisthantikés) αισθαντικά (aisthantiká)
genitive αισθαντικού (aisthantikoú) αισθαντικής (aisthantikís) αισθαντικού (aisthantikoú) αισθαντικών (aisthantikón) αισθαντικών (aisthantikón) αισθαντικών (aisthantikón)
accusative αισθαντικό (aisthantikó) αισθαντική (aisthantikí) αισθαντικό (aisthantikó) αισθαντικούς (aisthantikoús) αισθαντικές (aisthantikés) αισθαντικά (aisthantiká)
vocative αισθαντικέ (aisthantiké) αισθαντική (aisthantikí) αισθαντικό (aisthantikó) αισθαντικοί (aisthantikoí) αισθαντικές (aisthantikés) αισθαντικά (aisthantiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθαντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθαντικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθαντικότερος (aisthantikóteros) αισθαντικότερη (aisthantikóteri) αισθαντικότερο (aisthantikótero) αισθαντικότεροι (aisthantikóteroi) αισθαντικότερες (aisthantikóteres) αισθαντικότερα (aisthantikótera)
genitive αισθαντικότερου (aisthantikóterou) αισθαντικότερης (aisthantikóteris) αισθαντικότερου (aisthantikóterou) αισθαντικότερων (aisthantikóteron) αισθαντικότερων (aisthantikóteron) αισθαντικότερων (aisthantikóteron)
accusative αισθαντικότερο (aisthantikótero) αισθαντικότερη (aisthantikóteri) αισθαντικότερο (aisthantikótero) αισθαντικότερους (aisthantikóterous) αισθαντικότερες (aisthantikóteres) αισθαντικότερα (aisthantikótera)
vocative αισθαντικότερε (aisthantikótere) αισθαντικότερη (aisthantikóteri) αισθαντικότερο (aisthantikótero) αισθαντικότεροι (aisthantikóteroi) αισθαντικότερες (aisthantikóteres) αισθαντικότερα (aisthantikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αισθαντικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθαντικότατος (aisthantikótatos) αισθαντικότατη (aisthantikótati) αισθαντικότατο (aisthantikótato) αισθαντικότατοι (aisthantikótatoi) αισθαντικότατες (aisthantikótates) αισθαντικότατα (aisthantikótata)
genitive αισθαντικότατου (aisthantikótatou) αισθαντικότατης (aisthantikótatis) αισθαντικότατου (aisthantikótatou) αισθαντικότατων (aisthantikótaton) αισθαντικότατων (aisthantikótaton) αισθαντικότατων (aisthantikótaton)
accusative αισθαντικότατο (aisthantikótato) αισθαντικότατη (aisthantikótati) αισθαντικότατο (aisthantikótato) αισθαντικότατους (aisthantikótatous) αισθαντικότατες (aisthantikótates) αισθαντικότατα (aisthantikótata)
vocative αισθαντικότατε (aisthantikótate) αισθαντικότατη (aisthantikótati) αισθαντικότατο (aisthantikótato) αισθαντικότατοι (aisthantikótatoi) αισθαντικότατες (aisthantikótates) αισθαντικότατα (aisthantikótata)