αισθητικός • (aisthitikós) m (feminine αισθητική, neuter αισθητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητικός • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικοί • | αισθητικές • | αισθητικά • |
genitive | αισθητικού • | αισθητικής • | αισθητικού • | αισθητικών • | αισθητικών • | αισθητικών • |
accusative | αισθητικό • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικούς • | αισθητικές • | αισθητικά • |
vocative | αισθητικέ • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικοί • | αισθητικές • | αισθητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητικός, etc.) |
αισθητικός • (aisthitikós) m or f (plural αισθητικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθητικός • | αισθητικοί • |
genitive | αισθητικού • | αισθητικών • |
accusative | αισθητικό • | αισθητικούς • |
vocative | αισθητικέ • | αισθητικοί • |