From Ancient Greek αἰσθητός (aisthētós), related to αἰσθάνομαι (aisthánomai, “to perceive, understand”).
αισθητός • (aisthitós) m (feminine αισθητή, neuter αισθητό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητός • | αισθητή • | αισθητό • | αισθητοί • | αισθητές • | αισθητά • |
genitive | αισθητού • | αισθητής • | αισθητού • | αισθητών • | αισθητών • | αισθητών • |
accusative | αισθητό • | αισθητή • | αισθητό • | αισθητούς • | αισθητές • | αισθητά • |
vocative | αισθητέ • | αισθητή • | αισθητό • | αισθητοί • | αισθητές • | αισθητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητός, etc.) |