From Ancient Greek αἰσχρότης (aiskhrótēs), equivalent to αισχρός (aischrós, “obscene”) + -ότητα (-ótita, “-ty, -ness”).
αισχρότητα • (aischrótita) f (plural αισχρότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισχρότητα (aischrótita) | αισχρότητες (aischrótites) |
genitive | αισχρότητας (aischrótitas) | αισχροτητων (aischrotiton) |
accusative | αισχρότητα (aischrótita) | αισχρότητες (aischrótites) |
vocative | αισχρότητα (aischrótita) | αισχρότητες (aischrótites) |