αισχρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αισχρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αισχρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αισχρός in singular and plural. Everything you need to know about the word αισχρός you have here. The definition of the word αισχρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαισχρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: αἰσχρός

Greek

Etymology

From Ancient Greek αἰσχρός (aiskhrós, shameful, ugly).

Pronunciation

Adjective

αισχρός (aischrósm (feminine αισχρή, neuter αισχρό)

  1. dirty, rude, salacious
  2. obscene
  3. despicable

Declension

Declension of αισχρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχρός (aischrós) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχροί (aischroí) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)
genitive αισχρού (aischroú) αισχρής (aischrís) αισχρού (aischroú) αισχρών (aischrón) αισχρών (aischrón) αισχρών (aischrón)
accusative αισχρό (aischró) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχρούς (aischroús) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)
vocative αισχρέ (aischré) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχροί (aischroí) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχρότερος (aischróteros) αισχρότερη (aischróteri) αισχρότερο (aischrótero) αισχρότεροι (aischróteroi) αισχρότερες (aischróteres) αισχρότερα (aischrótera)
genitive αισχρότερου (aischróterou) αισχρότερης (aischróteris) αισχρότερου (aischróterou) αισχρότερων (aischróteron) αισχρότερων (aischróteron) αισχρότερων (aischróteron)
accusative αισχρότερο (aischrótero) αισχρότερη (aischróteri) αισχρότερο (aischrótero) αισχρότερους (aischróterous) αισχρότερες (aischróteres) αισχρότερα (aischrótera)
vocative αισχρότερε (aischrótere) αισχρότερη (aischróteri) αισχρότερο (aischrótero) αισχρότεροι (aischróteroi) αισχρότερες (aischróteres) αισχρότερα (aischrótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αισχρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχρότατος (aischrótatos) αισχρότατη (aischrótati) αισχρότατο (aischrótato) αισχρότατοι (aischrótatoi) αισχρότατες (aischrótates) αισχρότατα (aischrótata)
genitive αισχρότατου (aischrótatou) αισχρότατης (aischrótatis) αισχρότατου (aischrótatou) αισχρότατων (aischrótaton) αισχρότατων (aischrótaton) αισχρότατων (aischrótaton)
accusative αισχρότατο (aischrótato) αισχρότατη (aischrótati) αισχρότατο (aischrótato) αισχρότατους (aischrótatous) αισχρότατες (aischrótates) αισχρότατα (aischrótata)
vocative αισχρότατε (aischrótate) αισχρότατη (aischrótati) αισχρότατο (aischrótato) αισχρότατοι (aischrótatoi) αισχρότατες (aischrótates) αισχρότατα (aischrótata)

Derived terms