αισχυντηλός • (aischyntilós) m (feminine αισχυντηλή, neuter αισχυντηλό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχυντηλός • | αισχυντηλή • | αισχυντηλό • | αισχυντηλοί • | αισχυντηλές • | αισχυντηλά • |
genitive | αισχυντηλού • | αισχυντηλής • | αισχυντηλού • | αισχυντηλών • | αισχυντηλών • | αισχυντηλών • |
accusative | αισχυντηλό • | αισχυντηλή • | αισχυντηλό • | αισχυντηλούς • | αισχυντηλές • | αισχυντηλά • |
vocative | αισχυντηλέ • | αισχυντηλή • | αισχυντηλό • | αισχυντηλοί • | αισχυντηλές • | αισχυντηλά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχυντηλός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχυντηλός, etc.) |