αιφνιδιαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αιφνιδιαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αιφνιδιαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αιφνιδιαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αιφνιδιαστικός you have here. The definition of the word αιφνιδιαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαιφνιδιαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αιφνιδιαστικός (aifnidiastikósm (feminine αιφνιδιαστική, neuter αιφνιδιαστικό)

  1. surprise, unexpected

Declension

Declension of αιφνιδιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιφνιδιαστικός (aifnidiastikós) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικοί (aifnidiastikoí) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)
genitive αιφνιδιαστικού (aifnidiastikoú) αιφνιδιαστικής (aifnidiastikís) αιφνιδιαστικού (aifnidiastikoú) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón)
accusative αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικούς (aifnidiastikoús) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)
vocative αιφνιδιαστικέ (aifnidiastiké) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικοί (aifnidiastikoí) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιφνιδιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιφνιδιαστικός, etc.)