From αιχμή (aichmí, “point”).
αιχμηρός • (aichmirós) m (feminine αιχμηρή, neuter αιχμηρό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρός • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηροί • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
genitive | αιχμηρού • | αιχμηρής • | αιχμηρού • | αιχμηρών • | αιχμηρών • | αιχμηρών • |
accusative | αιχμηρό • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηρούς • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
vocative | αιχμηρέ • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηροί • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιχμηρός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιχμηρός, etc.) |