ακαθόριστος • (akathóristos) m (feminine ακαθόριστη, neuter ακαθόριστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαθόριστος (akathóristos) | ακαθόριστη (akathóristi) | ακαθόριστο (akathóristo) | ακαθόριστοι (akathóristoi) | ακαθόριστες (akathóristes) | ακαθόριστα (akathórista) | |
genitive | ακαθόριστου (akathóristou) | ακαθόριστης (akathóristis) | ακαθόριστου (akathóristou) | ακαθόριστων (akathóriston) | ακαθόριστων (akathóriston) | ακαθόριστων (akathóriston) | |
accusative | ακαθόριστο (akathóristo) | ακαθόριστη (akathóristi) | ακαθόριστο (akathóristo) | ακαθόριστους (akathóristous) | ακαθόριστες (akathóristes) | ακαθόριστα (akathórista) | |
vocative | ακαθόριστε (akathóriste) | ακαθόριστη (akathóristi) | ακαθόριστο (akathóristo) | ακαθόριστοι (akathóristoi) | ακαθόριστες (akathóristes) | ακαθόριστα (akathórista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαθόριστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαθόριστος, etc.)