ακατάβλητος • (akatávlitos) m (feminine ακατάβλητη, neuter ακατάβλητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάβλητος • | ακατάβλητη • | ακατάβλητο • | ακατάβλητοι • | ακατάβλητες • | ακατάβλητα • |
genitive | ακατάβλητου • | ακατάβλητης • | ακατάβλητου • | ακατάβλητων • | ακατάβλητων • | ακατάβλητων • |
accusative | ακατάβλητο • | ακατάβλητη • | ακατάβλητο • | ακατάβλητους • | ακατάβλητες • | ακατάβλητα • |
vocative | ακατάβλητε • | ακατάβλητη • | ακατάβλητο • | ακατάβλητοι • | ακατάβλητες • | ακατάβλητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάβλητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάβλητος, etc.) |