ακατάπαυστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακατάπαυστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακατάπαυστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακατάπαυστος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακατάπαυστος you have here. The definition of the word ακατάπαυστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακατάπαυστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

ακατάπαυστος (akatápafstosm (feminine ακατάπαυστη, neuter ακατάπαυστο)

  1. unceasing, constant, continuous, ceaseless, incessant
  2. nonstop

Declension

Declension of ακατάπαυστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάπαυστος (akatápafstos) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστοι (akatápafstoi) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)
genitive ακατάπαυστου (akatápafstou) ακατάπαυστης (akatápafstis) ακατάπαυστου (akatápafstou) ακατάπαυστων (akatápafston) ακατάπαυστων (akatápafston) ακατάπαυστων (akatápafston)
accusative ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστους (akatápafstous) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)
vocative ακατάπαυστε (akatápafste) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστοι (akatápafstoi) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)

Synonyms

See also