ακατάπαυτος • (akatápaftos) m (feminine ακατάπαυτη, neuter ακατάπαυτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατάπαυτος (akatápaftos) | ακατάπαυτη (akatápafti) | ακατάπαυτο (akatápafto) | ακατάπαυτοι (akatápaftoi) | ακατάπαυτες (akatápaftes) | ακατάπαυτα (akatápafta) | |
genitive | ακατάπαυτου (akatápaftou) | ακατάπαυτης (akatápaftis) | ακατάπαυτου (akatápaftou) | ακατάπαυτων (akatápafton) | ακατάπαυτων (akatápafton) | ακατάπαυτων (akatápafton) | |
accusative | ακατάπαυτο (akatápafto) | ακατάπαυτη (akatápafti) | ακατάπαυτο (akatápafto) | ακατάπαυτους (akatápaftous) | ακατάπαυτες (akatápaftes) | ακατάπαυτα (akatápafta) | |
vocative | ακατάπαυτε (akatápafte) | ακατάπαυτη (akatápafti) | ακατάπαυτο (akatápafto) | ακατάπαυτοι (akatápaftoi) | ακατάπαυτες (akatápaftes) | ακατάπαυτα (akatápafta) |