ακληρονόμητος • (aklironómitos) m (feminine ακληρονόμητη, neuter ακληρονόμητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακληρονόμητος (aklironómitos) | ακληρονόμητη (aklironómiti) | ακληρονόμητο (aklironómito) | ακληρονόμητοι (aklironómitoi) | ακληρονόμητες (aklironómites) | ακληρονόμητα (aklironómita) | |
genitive | ακληρονόμητου (aklironómitou) | ακληρονόμητης (aklironómitis) | ακληρονόμητου (aklironómitou) | ακληρονόμητων (aklironómiton) | ακληρονόμητων (aklironómiton) | ακληρονόμητων (aklironómiton) | |
accusative | ακληρονόμητο (aklironómito) | ακληρονόμητη (aklironómiti) | ακληρονόμητο (aklironómito) | ακληρονόμητους (aklironómitous) | ακληρονόμητες (aklironómites) | ακληρονόμητα (aklironómita) | |
vocative | ακληρονόμητε (aklironómite) | ακληρονόμητη (aklironómiti) | ακληρονόμητο (aklironómito) | ακληρονόμητοι (aklironómitoi) | ακληρονόμητες (aklironómites) | ακληρονόμητα (aklironómita) |