Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ακομπανιάρω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ακομπανιάρω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ακομπανιάρω in singular and plural. Everything you need to know about the word
ακομπανιάρω you have here. The definition of the word
ακομπανιάρω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ακομπανιάρω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Borrowed from Italian accompagnare (“to accompany”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.kom.paˈɲa.ɾo/
- Hyphenation: α‧κο‧μπα‧νιά‧ρω
- Hyphenation: α‧κομ‧πα‧νιά‧ρω
Verb
ακομπανιάρω • (akompaniáro) (past ακομπανιάρισα, passive ακομπανιάρομαι)
- (music) to accompany
Conjugation
ακομπανιάρω ακομπανιάρομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ακομπανιάρω
|
ακομπανιάρω
|
ακομπανιάρομαι
|
ακομπανιαριστώ
|
2 sg
|
ακομπανιάρεις
|
ακομπανιάρεις
|
ακομπανιάρεσαι
|
ακομπανιαριστείς
|
3 sg
|
ακομπανιάρει
|
ακομπανιάρει
|
ακομπανιάρεται
|
ακομπανιαριστεί
|
|
1 pl
|
ακομπανιάρουμε, [‑ομε]
|
ακομπανιάρουμε, [‑ομε]
|
ακομπανιαριζόμαστε
|
ακομπανιαριστούμε
|
2 pl
|
ακομπανιάρετε
|
ακομπανιάρετε
|
ακομπανιάρεστε, ακομπανιαριζόσαστε
|
ακομπανιαριστείτε
|
3 pl
|
ακομπανιάρουν(ε)
|
ακομπανιάρουν(ε)
|
ακομπανιάρονται
|
ακομπανιαριστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ακομπανιάριζα
|
ακομπανιάρισα
|
ακομπανιαριζόμουν(α)
|
ακομπανιαρίστηκα
|
2 sg
|
ακομπανιάριζες
|
ακομπανιάρισες
|
ακομπανιαριζόσουν(α)
|
ακομπανιαρίστηκες
|
3 sg
|
ακομπανιάριζε
|
ακομπανιάρισε
|
ακομπανιαριζόταν(ε)
|
ακομπανιαρίστηκε
|
|
1 pl
|
ακομπανιάραμε
|
ακομπανιάραμε
|
ακομπανιαριζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ακομπανιαριστήκαμε
|
2 pl
|
ακομπανιάρατε
|
ακομπανιάρατε
|
ακομπανιαριζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ακομπανιαριστήκατε
|
3 pl
|
ακομπανιάριζαν, ακομπανιάραν(ε)
|
ακομπανιάρισαν, ακομπανιάραν(ε)
|
ακομπανιάρονταν, (ακομπανιαριζόντουσαν)
|
ακομπανιαρίστηκαν, ακομπανιαριστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ακομπανιάρω ➤
|
θα ακομπανιάρω ➤
|
θα ακομπανιάρομαι ➤
|
θα ακομπανιαριστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ακομπανιάρεις, …
|
θα ακομπανιάρεις, …
|
θα ακομπανιάρεσαι, …
|
θα ακομπανιαριστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ακομπανιάρει έχω, έχεις, … ακομπανιαρισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ακομπανιαριστεί είμαι, είσαι, … ακομπανιαρισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ακομπανιάρει είχα, είχες, … ακομπανιαρισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ακομπανιαριστεί ήμουν, ήσουν, … ακομπανιαρισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ακομπανιάρει θα έχω, θα έχεις, … ακομπανιαρισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ακομπανιαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ακομπανιαρισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ακομπανιάριζε
|
ακομπανιάρισε
|
—
|
(ακομπανιαρίσου)
|
2 pl
|
ακομπανιάρετε
|
ακομπανιάρετε
|
ακομπανιάρεστε
|
ακομπανιαριστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ακομπανιάροντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ακομπανιάρει ➤
|
ακομπανιαρισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ακομπανιάρει
|
ακομπανιαριστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|