ακροβατικός • (akrovatikós) m (feminine ακροβατική, neuter ακροβατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακροβατικός (akrovatikós) | ακροβατική (akrovatikí) | ακροβατικό (akrovatikó) | ακροβατικοί (akrovatikoí) | ακροβατικές (akrovatikés) | ακροβατικά (akrovatiká) | |
genitive | ακροβατικού (akrovatikoú) | ακροβατικής (akrovatikís) | ακροβατικού (akrovatikoú) | ακροβατικών (akrovatikón) | ακροβατικών (akrovatikón) | ακροβατικών (akrovatikón) | |
accusative | ακροβατικό (akrovatikó) | ακροβατική (akrovatikí) | ακροβατικό (akrovatikó) | ακροβατικούς (akrovatikoús) | ακροβατικές (akrovatikés) | ακροβατικά (akrovatiká) | |
vocative | ακροβατικέ (akrovatiké) | ακροβατική (akrovatikí) | ακροβατικό (akrovatikó) | ακροβατικοί (akrovatikoí) | ακροβατικές (akrovatikés) | ακροβατικά (akrovatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακροβατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακροβατικός, etc.)