ακτινίδιο • (aktinídio) n (plural ακτινίδια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
genitive | ακτινιδίου (aktinidíou) ακτινίδιου (aktinídiou) |
ακτινιδίων (aktinidíon) |
accusative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
vocative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
ακτινίδιο • (aktinídio) n (plural ακτινίδια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
genitive | ακτινιδίου (aktinidíou) ακτινίδιου (aktinídiou) |
ακτινιδίων (aktinidíon) ακτινίδιων (aktinídion) |
accusative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
vocative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |