Perfect participle of αλατίζομαι (alatízomai), passive voice of αλατίζω (“to salt”).
αλατισμένος • (alatisménos) m (feminine αλατισμένη, neuter αλατισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλατισμένος • | αλατισμένη • | αλατισμένο • | αλατισμένοι • | αλατισμένες • | αλατισμένα • |
genitive | αλατισμένου • | αλατισμένης • | αλατισμένου • | αλατισμένων • | αλατισμένων • | αλατισμένων • |
accusative | αλατισμένο • | αλατισμένη • | αλατισμένο • | αλατισμένους • | αλατισμένες • | αλατισμένα • |
vocative | αλατισμένε • | αλατισμένη • | αλατισμένο • | αλατισμένοι • | αλατισμένες • | αλατισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλατισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλατισμένος, etc.) |