αλειτούργητος • (aleitoúrgitos) m (feminine αλειτούργητη, neuter αλειτούργητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλειτούργητος • | αλειτούργητη • | αλειτούργητο • | αλειτούργητοι • | αλειτούργητες • | αλειτούργητα • |
genitive | αλειτούργητου • | αλειτούργητης • | αλειτούργητου • | αλειτούργητων • | αλειτούργητων • | αλειτούργητων • |
accusative | αλειτούργητο • | αλειτούργητη • | αλειτούργητο • | αλειτούργητους • | αλειτούργητες • | αλειτούργητα • |
vocative | αλειτούργητε • | αλειτούργητη • | αλειτούργητο • | αλειτούργητοι • | αλειτούργητες • | αλειτούργητα • |