From λειτουργός (leitourgós, “public servant”) + -ῐ́ᾱ (-íā, abstract noun–forming suffix).
λειτουργῐ́ᾱ • (leitourgíā) f (genitive λειτουργῐ́ᾱς); first declension (Attic, Koine)
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ λειτουργῐ́ᾱ hē leitourgíā |
τὼ λειτουργῐ́ᾱ tṑ leitourgíā |
αἱ λειτουργῐ́αι hai leitourgíai | ||||||||||
Genitive | τῆς λειτουργῐ́ᾱς tês leitourgíās |
τοῖν λειτουργῐ́αιν toîn leitourgíain |
τῶν λειτουργῐῶν tôn leitourgiôn | ||||||||||
Dative | τῇ λειτουργῐ́ᾳ têi leitourgíāi |
τοῖν λειτουργῐ́αιν toîn leitourgíain |
ταῖς λειτουργῐ́αις taîs leitourgíais | ||||||||||
Accusative | τὴν λειτουργῐ́ᾱν tḕn leitourgíān |
τὼ λειτουργῐ́ᾱ tṑ leitourgíā |
τᾱ̀ς λειτουργῐ́ᾱς tā̀s leitourgíās | ||||||||||
Vocative | λειτουργῐ́ᾱ leitourgíā |
λειτουργῐ́ᾱ leitourgíā |
λειτουργῐ́αι leitourgíai | ||||||||||
Notes: |
|
From Ancient Greek λειτουργία (leitourgía, “public service”), from λειτουργός (leitourgós, “public official”) + -ία (-ía).
λειτουργία • (leitourgía) f (plural λειτουργίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λειτουργία • | λειτουργίες • |
genitive | λειτουργίας • | λειτουργιών • |
accusative | λειτουργία • | λειτουργίες • |
vocative | λειτουργία • | λειτουργίες • |