αλεξιπτωτίστρια • (alexiptotístria) f (plural αλεξιπτωτίστριες, masculine αλεξιπτωτιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλεξιπτωτίστρια (alexiptotístria) | αλεξιπτωτίστριες (alexiptotístries) |
genitive | αλεξιπτωτίστριας (alexiptotístrias) | αλεξιπτωτιστριών (alexiptotistrión) |
accusative | αλεξιπτωτίστρια (alexiptotístria) | αλεξιπτωτίστριες (alexiptotístries) |
vocative | αλεξιπτωτίστρια (alexiptotístria) | αλεξιπτωτίστριες (alexiptotístries) |