From αλεξι- (alexi-, “protection, deflection”) + πτώση (ptósi, “fall”), calque of French parachute. First attested 1874.
αλεξίπτωτο • (alexíptoto) n (plural αλεξίπτωτα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) |
genitive | αλεξιπτώτου (alexiptótou) αλεξίπτωτου (alexíptotou) |
αλεξιπτώτων (alexiptóton) |
accusative | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) |
vocative | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) |
The form αλεξίπτωτου is common.