αλιτήριος • (alitírios) m (feminine αλιτήρια, neuter αλιτήριο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλιτήριος (alitírios) | αλιτήρια (alitíria) | αλιτήριο (alitírio) | αλιτήριοι (alitírioi) | αλιτήριες (alitíries) | αλιτήρια (alitíria) | |
genitive | αλιτήριου (alitíriou) | αλιτήριας (alitírias) | αλιτήριου (alitíriou) | αλιτήριων (alitírion) | αλιτήριων (alitírion) | αλιτήριων (alitírion) | |
accusative | αλιτήριο (alitírio) | αλιτήρια (alitíria) | αλιτήριο (alitírio) | αλιτήριους (alitírious) | αλιτήριες (alitíries) | αλιτήρια (alitíria) | |
vocative | αλιτήριε (alitírie) | αλιτήρια (alitíria) | αλιτήριο (alitírio) | αλιτήριοι (alitírioi) | αλιτήριες (alitíries) | αλιτήρια (alitíria) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλιτήριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλιτήριος, etc.)